αργία
[arˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Feiertagαρσενικό | Maskulinum, männlich mαργίααργία
- Ruhetagαρσενικό | Maskulinum, männlich mαργία χωρίς εργασίααργία χωρίς εργασία
examples
- αργία του ΠάσχαOsterfeiertagαρσενικό | Maskulinum, männlich m