„αρβύλες“: πληθυντικός θηλυκού αρβύλες [arˈviles]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Springerstiefel Springerstiefelπληθυντικός | Plural pl αρβύλες αρβύλες