„αραχνοειδή“: πληθυντικός ουδετέρου αραχνοειδή [araxnoiˈði]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Spinnentiere Spinnentiereπληθυντικός | Plural pl αραχνοειδή αραχνοειδή