„αρίθμηση“: θηλυκό αρίθμηση [aˈriθmisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nummerierung Nummerierungθηλυκό | Femininum, weiblich f αρίθμηση αρίθμηση