απόκτηση
[aˈpoktisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erwerbαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόκτησηαπόκτηση
examples
- απόκτηση δεδομένωνDatenerfassungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απόκτηση κύρουςPrestigegewinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- απόκτηση παιδιώνKinderkriegenουδέτερο | Neutrum, sächlich n