απόκρουση
[aˈpokrusi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Abwehrθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόκρουσηαπόκρουση
- Befreiungsschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mαπόκρουση τερματοφύλακααπόκρουση τερματοφύλακα
- Zurückweisungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπόκρουση κριτικήςαπόκρουση κριτικής