„απόγονοι“: πληθυντικός αρσενικού απόγονοι [aˈpoɣoni]πληθυντικός αρσενικού | Maskulinum Plural mpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Nachkommenschaft Nachkommenschaftθηλυκό | Femininum, weiblich f απόγονοι απόγονοι