απωθώ
[apoˈθo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zurückstoßenαπωθώαπωθώ
- απωθώ αηδιάζω
- verdrängenαπωθώ ψυχολογία | Psychologieψυχολαπωθώ ψυχολογία | Psychologieψυχολ