„απροφυλαξία“: θηλυκό απροφυλαξία [aprofilaˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schutzlosigkeit Schutzlosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f απροφυλαξία απροφυλαξία