απροσάρμοστος
[aproˈsarmostos], απροσάρμοστη, απροσάρμοστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- nicht angepasstαπροσάρμοστοςαπροσάρμοστος
Thank you for your feedback!