απροετοίμαστος
[aproeˈtimastos], απροετοίμαστη, απροετοίμαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unvorbereitetαπροετοίμαστοςαπροετοίμαστος
Thank you for your feedback!