απροβλημάτιστος
[aprovliˈmatistos], απροβλημάτιστη, απροβλημάτιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- problemlosαπροβλημάτιστοςαπροβλημάτιστος
Thank you for your feedback!