„αποχωρητήριο“: ουδέτερο αποχωρητήριο [apoxoriˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Abort Abortαρσενικό | Maskulinum, männlich m αποχωρητήριο αποχωρητήριο