αποχρεμπτικός
[apoxrembtiˈkos], αποχρεμπτική, αποχρεμπτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schleimlösendαποχρεμπτικόςαποχρεμπτικός
Thank you for your feedback!