αποχαύνωση
[apoˈxavnosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Abstumpfungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποχαύνωσηαποχαύνωση
examples
- αποχαύνωση μέθηςVollrauschαρσενικό | Maskulinum, männlich m