„αποφοίτηση“: θηλυκό αποφοίτηση [apoˈfitisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Beendung des Studiums/der Schule Beend(ig)ung des Studiums/der Schule αποφοίτηση αποφοίτηση