„αποφεύξιμος“ αποφεύξιμος [apoˈfefksimos], αποφεύξιμη, αποφεύξιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vermeidbar vermeidbar αποφεύξιμος αποφεύξιμος