„αποφαγωμένος“ αποφαγωμένος [apofaɣoˈmenos], αποφαγωμένη, αποφαγωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufgegessen aufgegessen αποφαγωμένος αποφαγωμένος