απουσία
[apuˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Abwesenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fαπουσίααπουσία
examples
- απουσία βιασύνηςGemächlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απουσία εκφραστικότηταςAusdruckslosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- απουσία ευρηματικότηταςEinfallslosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
hide examplesshow examples