„αποτυγχάνω“: αμετάβατο ρήμα αποτυγχάνω [apotiŋˈxano]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) scheitern scheitern αποτυγχάνω αποτυγχάνω