αποτραβηγμένος
[apotraviɣˈmenos], αποτραβηγμένη, αποτραβηγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zurückgezogenαποτραβηγμένοςαποτραβηγμένος
Thank you for your feedback!