„αποτεφρώνω“: μεταβατικό ρήμα αποτεφρώνω [apoteˈfrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) einäschern einäschern αποτεφρώνω αποτεφρώνω