„αποταμιευτής“: αρσενικό αποταμιευτής [apotamiefˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sparer Sparerαρσενικό | Maskulinum, männlich m αποταμιευτής αποταμιευτής