„αποτέφρωση“: θηλυκό αποτέφρωση [apoˈtefrosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einäscherung Einäscherungθηλυκό | Femininum, weiblich f αποτέφρωση αποτέφρωση