„αποσυναρμολογημένος“ αποσυναρμολογημένος [aposinarmolojiˈmenos], αποσυναρμολογημένη, αποσυναρμολογημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zerlegt zerlegt αποσυναρμολογημένος αποσυναρμολογημένος