αποστείρωση
[apoˈstirosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Sterilisierungθηλυκό | Femininum, weiblich fαποστείρωσηαποστείρωση
- Desinfektionθηλυκό | Femininum, weiblich fαποστείρωση εργαλείουαποστείρωση εργαλείου