„αποστήθιση“: θηλυκό αποστήθιση [aposˈtiθisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Auswendiglernen Auswendiglernenουδέτερο | Neutrum, sächlich n αποστήθιση αποστήθιση