„αποστέλλω“: μεταβατικό ρήμα αποστέλλω [apoˈstelo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) absenden, abordnen, verfrachten absenden, abordnen (σε zu) αποστέλλω αποστέλλω verfrachten αποστέλλω φορτώνω αποστέλλω φορτώνω examples αποστέλλω στο σπίτι heimschicken αποστέλλω στο σπίτι