„αποσκευή“: θηλυκό αποσκευή [aposkjeˈvi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Gepäck Gepäck(stück)ουδέτερο | Neutrum, sächlich n αποσκευή αποσκευή examples αποσκευέςπληθυντικός | Plural pl Gepäckουδέτερο | Neutrum, sächlich n αποσκευέςπληθυντικός | Plural pl