„απορρύπανση“: θηλυκό απορρύπανση [apoˈripansi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schmutzbeseitigung Schmutzbeseitigungθηλυκό | Femininum, weiblich f απορρύπανση απορρύπανση