απορρίπτω
[apoˈripto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zurückweisen, abweisenαπορρίπτωαπορρίπτω
- ablehnenαπορρίπτω αίτηση, πρότασηαπορρίπτω αίτηση, πρόταση
- verwerfenαπορρίπτω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ αλλαγέςαπορρίπτω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ αλλαγές