αποξηραίνω
[apoksiˈreno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- trocknenαποξηραίνω ξεραίνωαποξηραίνω ξεραίνω
- austrocknen, trockenlegenαποξηραίνω λίμνη, πηγάδιαποξηραίνω λίμνη, πηγάδι