„απομονωτήριο“: ουδέτερο απομονωτήριο [apomonoˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Einzelhaft Einzelhaftθηλυκό | Femininum, weiblich f απομονωτήριο απομονωτήριο