απομάκρυνση
[apoˈmakrinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Entfernenουδέτερο | Neutrum, sächlich nαπομάκρυνσηEntfernungθηλυκό | Femininum, weiblich fαπομάκρυνσηαπομάκρυνση
- Verlassenουδέτερο | Neutrum, sächlich nαπομάκρυνσηαπομάκρυνση