απολογία
[apoloˈjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Verteidigungsredeθηλυκό | Femininum, weiblich fαπολογία νομικός όρος | Rechtswesenνομαπολογία νομικός όρος | Rechtswesenνομ