„απολίτιστος“ απολίτιστος [apoˈlitistos], απολίτιστη, απολίτιστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unzivilisiert unzivilisiert απολίτιστος απολίτιστος