„αποκωδικοποιώ“: μεταβατικό ρήμα αποκωδικοποιώ [apokoðikopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) dekodieren dekodieren αποκωδικοποιώ αποκωδικοποιώ