„αποκτήνωση“: θηλυκό αποκτήνωση [apokˈtinosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Verrohung Verrohungθηλυκό | Femininum, weiblich f αποκτήνωση αποκτήνωση