αποκρύπτω
[apoˈkripto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verheimlichenαποκρύπτωαποκρύπτω
- ausblendenαποκρύπτω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ μενούαποκρύπτω ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ μενού
examples
- αποκρύπτω κάτι από κάποιονjemandem etwas vorenthalten