„αποκρουστικός“ αποκρουστικός [apokrustiˈkos], αποκρουστική, αποκρουστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abstoßend abstoßend αποκρουστικός αποκρουστικός