αποκλεισμένος
[apoklizˈmenos], αποκλεισμένη, αποκλεισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- eingeschlossenαποκλεισμένοςαποκλεισμένος
Thank you for your feedback!