αποκλείω
[apoˈklio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είεις>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ausschließen (από aus)αποκλείω κ. από κόμμααποκλείω κ. από κόμμα
- sperrenαποκλείω αθλητισμός | Sportαθλαποκλείω αθλητισμός | Sportαθλ
- absperren, blockierenαποκλείω δρόμοαποκλείω δρόμο
- boykottierenαποκλείω πολιτική | Politikπολιτ αγαθάαποκλείω πολιτική | Politikπολιτ αγαθά