„αποκλίνω“: αμετάβατο ρήμα αποκλίνω [apoˈklino]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) abweichen abweichen αποκλίνω αποκλίνω