„αποκλήρωση“: θηλυκό αποκλήρωση [apoˈklirosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Enterbung Enterbungθηλυκό | Femininum, weiblich f αποκλήρωση αποκλήρωση