„αποκεφαλίζω“: μεταβατικό ρήμα αποκεφαλίζω [apokjefaˈlizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) köpfen köpfen αποκεφαλίζω αποκεφαλίζω