αποικία
[apiˈkjia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Kolonieθηλυκό | Femininum, weiblich fαποικίααποικία
examples
- αποικία μελισσώνBienenstaatαρσενικό | Maskulinum, männlich mBienenvolkουδέτερο | Neutrum, sächlich n