„αποθανατίζω“: μεσοπαθητικό ρήμα αποθανατίζω [apoθanaˈtizo]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich verewigen sich verewigen αποθανατίζω αποθανατίζω