„αποθάρρυνση“: θηλυκό αποθάρρυνση [apoˈθarinsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Entmutigung Entmutigungθηλυκό | Femininum, weiblich f αποθάρρυνση αποθάρρυνση