„αποδοκιμασία“: θηλυκό αποδοκιμασία [apoðokjimaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Missbilligung Missbilligungθηλυκό | Femininum, weiblich f αποδοκιμασία αποδοκιμασία