„αποδεικνύω“: μεταβατικό ρήμα αποδεικνύω [apoðiˈknio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) beweisen, nachweisen, belegen beweisen, nachweisen, belegen αποδεικνύω αποδεικνύω